χασικλήδικος

χασικλήδικος
-η, -ο, Ν [χασικλής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασικλή
2. το ουδ. ως ουσ. το χασικλήδικο
χασισοποτείο, τεκές.
επίρρ...
Χασικλήδικα
σαν τον χασικλή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”